Ο ψυχικός κόσμος του μικρού παιδιού δεν είναι τόσο απλός, όσο παλιά νομίζαμε. Αντίθετα, ακόμα και το νεογέννητο έχει μια πολύπλοκη ψυχική δομή.
Στην αρχή βρίσκεται η τρομακτική εμπειρία της γέννας. Το τραύμα της γέννας ως ένα βαθμό μας διαμορφώνει ως προς τον τρόπο αντίδρασής μας σε «εχθρικό» περιβάλλον. Λειτουργεί ως αρχέτυπο, μη συνειδητό για τους περισσότερους, όμως βασικό για όλες τις μελλοντικές μας εμπειρίες άγχους. Το τραύμα της γέννας είναι τόσο πιο οδυνηρό, όσο πιο «αφύσικη», «βεβιασμένη» ήταν αυτή. Υπάρχει ιδιαίτερα σε εκείνα τα μωρά που δεν βγήκαν στον κόσμο στην ώρα τους, όταν «ήθελαν», αλλά καθυστερημένα ή εσπευσμένα και με εξωτερική παρεμβολή, δηλαδή συχνά με αναίτια ιατρικοποίηση του τοκετού.
Πως είναι ο ψυχικός κόσμος ενός μωρού που βγαίνει για πρώτη φορά έξω στον κόσμο; Σύμφωνα με τον D. W. Winnicott, διάσημο παιδίατρο και παιδοψυχίατρο του 20ου αιώνα, αυτό που λέμε μωρό δεν υπάρχει. Από την στιγμή της γέννας κι έπειτα, το μωρό δε μπορεί να διαχωριστεί από τη μητέρα του, από το άμεσο περιβάλλον του. Αρχικά το άτομο δεν είναι μία, ανεξάρτητη μονάδα. Υπάρχει μόνο η δυάδα μητέρας – βρέφους, μία, ενιαία μονάδα. Η προσωπικότητα του μωρού δεν ξεκινάει ως ολόκληρη, αυτονομημένη. Κατά τους πρώτους έξι μήνες της ζωής το μωρό δεν έχει επίγνωση της ατομικότητάς του, του εαυτού του, με όριο σαφές από το περιβάλλον του. Το χεράκι του, το στήθος της μαμάς, η αγκαλιά της μαμάς, αποτελούν κομμάτια ενός ενιαίου κόσμου, που μόνο μετά τους έξι μήνες αρχίζει να διαχωρίζεται σε «εσωτερικός» και «εξωτερικός». Μόνο στο μεταγενέστερο αυτό στάδιο, το μωρό μας δείχνει μέσα από το παιχνίδι του ότι μπορεί να κατανοήσει πως έχει πράγματα «μέσα» του και πράγματα, πρόσωπα που έρχονται από «έξω». Κατά τους πρώτους έξι μήνες λοιπόν της ζωής, η πρώιμη συναισθηματική ανάπτυξη του μωρού, πριν αυτό συνειδητοποιήσει τον εαυτό του (άρα και τους άλλους) ως ολόκληρο άτομο (άρα και τους άλλους ως ολόκληρα άτομα), είναι ζωτικά σημαντική: προβλήματα εδώ ανοίγουν το δρόμο για την ψυχοπαθολογία των ψυχώσεων αργότερα. Η ψυχώσεις έχουν την αρχή τους σε διαταραχή στην συναισθηματική ανάπτυξη που προκύπτει πριν το παιδί έχει ξεκάθαρα αποκτήσει την αίσθηση ενός ολόκληρου ατόμου, ικανού για ολοκληρωμένες σχέσεις με άλλα ολόκληρα άτομα.Πως λοιπόν προάγεται η ψυχική υγεία αυτής της εύθραυστης, ατελούς ύπαρξης; Η ψυχική υγεία ενός παιδιού προάγεται κατά την ενασχόληση της μητέρας του με την συνεχή φροντίδα του. Η μητέρα προσφέρει μια αρκετά καλή φροντίδα στο βρέφος – δε μιλάει κανείς για τελειότητα – σε αυτά τα πρώιμα, κρίσιμα στάδια. Απαντάει έγκαιρα, ευαίσθητα, κατάλληλα και με συνέπεια στις ανάγκες του, στο κλάμα του. Αγαπάει με φυσικό τρόπο, αγκαλιάζοντας, χαιδεύοντας, δίνοντας το στήθος της αδιαπραγμάτευτα. Αφήνει το μωρό να κυριαρχεί, προσαρμόζεται ενεργά και απόλυτα στο μωρό της. Προσφέρει πράγματα στον κατάλληλο για το μωρό τόπο και χρόνο. Δεν βάζει αυθαίρετους κανόνες ποσότητας και συχνότητας ταίσματος, αλλά ακούει το μωρό της, ώστε τελικά η δυάδα βρίσκει, αργά ή γρήγορα, ένα ρυθμό, ένα βασικό μοτίβο ταίσματος και γενικότερης φροντίδας που βολεύει. Η μητέρα είναι αρκετά χαλαρή, φυσική. Αφοσιώνεται απλά στο παιδί της, αρκεί να της επιτρέπεται αυτό από τους γιατρούς και το άμεσο περιβάλλον της, να της επιτρέπεται να δρα όπως νιώθει, με τον δικό της τρόπο, δηλαδή με τον τρόπο του μωρού. Γίνεται βιολογικά συντονισμένη στην σπουδαία δουλειά του ειδικού προσανατολισμού στις ανάγκες του παιδιού της. Για να συναντήσει αυτές τις ανάγκες, ευαισθητοποιείται τόσο ώστε να αισθάνεται τον εαυτό της στη θέση του μωρού. Βλέπει πότε το μωρό της είναι έτοιμο για το επόμενο στάδιο, δεν βιάζεται, δεν εκβιάζει. Προσφέρει προσεκτικά καινούργια ερεθίσματα, με φειδώ, και σύμφωνα με την κάθε φορά ικανότητα του μωρού της να τα αντιμετωπίσει. Γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον τι πρέπει να κάνει – καλύτερα από γιατρούς, άλλους ειδικούς, συγγενείς και φίλους. Δε χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα έξυπνη ή διαβασμένη. Απλά στοργική, αφοσιωμένη. Με αυτόν τον τρόπο βοηθάει το παιδί της να σχηματίσει σταδιακά ένα όριο ανάμεσα στον εαυτό του και την εξωτερική πραγματικότητα, ακόμα-ακόμα να σχηματίσει την ίδια την ιδέα της εξωτερικής πραγματικότητας. Με αυτόν τον τρόπο επίσης προλαμβάνει μορφές άγχους που μπορεί να εκδηλωθούν σε αυτήν την ηλικία και που στην ενήλικη ζωή είναι πιθανό να εμφανιστούν μέχρι και ως ψυχώσεις, παράνοια, τρέλα.
Η διαδικασία απλοποιείται τα μέγιστα όταν το μωρό φροντίζεται από ένα πρόσωπο, με μία τεχνική φροντίδας. Η «μονοτονία», η σταθερότητα στον τρόπο που η συγκεκριμένη μαμά αγκαλιάζει, παρηγορεί, ταίζει, είναι ο μόνος τρόπος για να ανοίξουν οι πόρτες του δυναμικού του συγκεκριμένου μωρού, για να του προσφερθεί πλούτος. Μια ανθρώπινη ύπαρξη πρέπει να φέρνει όλη την ώρα τον κόσμο προς το βρέφος σε μια μορφή κατανοητή για αυτό, απλουστευτική και περιορισμένη, κατάλληλη για τις ανάγκες και τις δυνατότητές του. Για αυτό τον λόγο ένα μωρό δε μπορεί να υπάρξει μόνο του ούτε για λίγα λεπτά ή ώρες, από ψυχολογική και σωματική άποψη έχει πραγματική ανάγκη αρχικά από έναν άνθρωπο να το φροντίζει. Από τη δική μας σκοπιά, στα πρώτα στάδια το μωρό είναι αχόρταγο, άπληστο, εγωκεντρικό, απαιτητικό, μια διαρκής ενόχληση. Έτσι πρέπει να είναι, αρχικά τουλάχιστον οι ανάγκες του είναι απόλυτες!Το μωρό δεν αναγνωρίζει την μαμά ως μαμά. Μικρά κομματάκια από επεισόδια θηλασμού, από πρόσωπα και εκφράσεις, από ήχους γνώριμους και από μυρωδιές, μόνο σιγά – σιγά συνενώνονται, όπως τα κομμάτια ενός παζλ, για να γίνουν κάποια στιγμή, μετά τους έξι μήνες της ζωής, το ζωντανό πλάσμα που λέγεται μητέρα. Ο πρώτος ισχυρός σύνδεσμος που το μωρό δημιουργεί με ένα εξωτερικό αντικείμενο είναι με το στήθος της μάνας του. Από ψυχολογική άποψη το βρέφος παίρνει το στήθος της μάνας του ως κομμάτι του εαυτού του, αλλά και η μητέρα δίνει το γάλα της στο μωρό της ως κομμάτι του εαυτού της. Ένα μωρό που δεν έχει ένα σταθερό πρόσωπο να το φροντίζει, δηλαδή να μαζεύει τα διάσπαρτα «κομμάτια» του, ξεκινάει τη ζωή με μια αναπηρία στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του.
Η αλλαγή έρχεται αργότερα, από το τέλος του πρώτου χρόνου κι έπειτα. Ο ρόλος της μαμάς, των γονιών, αλλάζει όσο περνάει ο καιρός. Χαρακτηριστική λειτουργία της μητέρας ενός μωρού που μεγαλώνει είναι να παρέχει σταδιακή αποτυχία στην άμεση απόκριση, σύμφωνα με την αναπτυσσόμενη ικανότητα του δικού της παιδιού να επιτρέπει, να ανέχεται αυτήν την ανεπάρκεια. Πιο απλά, ο γονιός ανταποκρίνεται άμεσα στο κλάμα του νεογέννητου, αλλά στο δίχρονο παιδί του έχει διαφορετικό ρόλο, να διδάσκει κανόνες και όρια, να μην παρηγορεί απλά άμεσα το κλάμα του. Να χαλαρώνει το δίχτυ προστασίας. Να αφήνει το παιδί να βιώσει, όλο και περισσότερο όσο περνάει ο καιρός, και να διαχειριστεί σιγά-σιγά από μόνο του τη ματαίωση, το θυμό, τα δυσάρεστα συναισθήματα. Να το απαγκιστρώσει από την πλάνη ότι το περιβάλλον του θα προσαρμόζεται για πάντα ενεργά σε αυτά που εκείνο θέλει, προετοιμάζοντάς το έτσι να ανοιχτεί στον έξω κόσμο, στο νηπιαγωγείο, εκεί όπου η μητέρα θα λείπει, εκεί που οι κανόνες τίθενται έξω από αυτό. Να αποφεύγει την υπερπροστασία και την υπερβολική παρεμβατικότητα.Το παιχνίδι είναι μια απλή και ευχάριστη δραματοποίηση της ζωής στον εσωτερικό κόσμο του παιδιού. Και τότε όμως, το παιδί χρειάζεται ένα αγαπημένο του πρόσωπο να είναι κοντά στο παιχνίδι του. Η μαμά που χειρίζεται σωστά το νήπιό της αποσύρεται, μέσα πάντα στο οπτικό του πεδίο, σταματά να το βοηθάει δίνοντας, μόνο παρευρίσκεται, έτοιμη να λάβει. Στο παθολογικό άκρο βρίσκεται το παιχνίδι που περιέχει άρνηση του εσωτερικού κόσμου, ένα παιχνίδι που γίνεται καταναγκαστικό, χωρίς αλληλεπίδραση, βίαιο, οδηγούμενο από άγχος και καθαρά αισθητηριακό.
Η απόλυτη εξάρτηση δίνει σιγά – σιγά, στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, τη θέση της στην απόλυτη ανεξαρτησία. Ο σύγχρονος όμως τρόπος ζωής, οι ανάγκες των ενηλίκων, οι κοινωνικές αντιλήψεις για την πρώτη παιδική ηλικία και η συστηματική περιθωριοποίηση της πρώτης παιδικής ηλικίας, οδηγούν τους γονείς σε πρακτικές και αντιλήψεις επιζήμιες για το βρέφος και το μικρό παιδί: να αποφεύγουμε να το αγκαλιάζουμε, να φροντίζουμε μόνο τις βασικές του ανάγκες – φαί, άλλαγμα, ύπνο – , να μην του μιλάμε ιδιαίτερα, να μην παίζουμε μαζί του ώστε να μην το «κακομάθουμε», να το αφήνουμε να κλάψει για να αρχίσει να «συνηθίζει» τον σκληρό έξω κόσμο, να το αφήνουμε στην φροντίδα άλλων ατόμων από τις πρώτες εβδομάδες και μήνες της ζωής του, να εφαρμόζουμε αυθαίρετα, επιβαλλόμενα από εμάς ωράρια φαγητού και ύπνου, να επιμένουμε σε άκαμπτη, επιβαλλόμενη από τις δικές μας ανάγκες φροντίδα και ρουτίνα. Επιζητούμε πρόωρα την ανεξαρτητοποίηση του μικρού μας. Δυσκολευόμαστε ως γονείς να αναλάβουμε τον «παθητικό» αρχικά ρόλο στην φροντίδα του μωρού, τον επιστημονικά αποδεδειγμένο ως απαραίτητο για την ψυχική του ισορροπία.Το άγχος στα βρέφη και μικρά παιδιά είναι συχνά αποτέλεσμα των παραπάνω πρακτικών και μπορεί να εκφραστεί με δύο ακραίους και εκ διαμέτρου αντίθετους τρόπους: την απληστία και την καταστολή. Και στους δύο η όρεξη – κυρίαρχα για φαγητό αρχικά, για αλληλεπίδραση και παιχνίδι αργότερα – μετατρέπεται σε κομμάτι της άμυνας του παιδιού ενάντια στο άγχος και την κατάθλιψη. Από τη μια έχουμε το μικρό παιδί που φαίνεται «άπληστο», που συνέχεια ζητά φαγητό, που δεν φτάνει εύκολα σε κορεσμό, που συνεχώς αναζητεί τους γονείς του ή καινούργια ερεθίσματα – αισθάνεται ανασφάλεια και ψάχνει συνεχώς κάτι που έχει χάσει. Από την άλλη έχουμε το μικρό παιδί που φαίνεται «κατασταλμένο», που κλείνεται στον κόσμο του, δεν ενοχλεί, δεν απαιτεί, δεν έχει όρεξη για φαγητό, δεν λαχταράει να παίξει, μοιάζει ήσυχο, υπερβολικά εύκολο να το χειριστείς. Τα υγιή μωρά κλαίνε, δεν εισπράττουν όλη την ώρα καλόβολα, δεν περνούν απαρατήρητα, έχουν δικό τους θέλω, στην πραγματικότητα είναι ζόρικα, απαιτητικά, «πρόβλημα», “a trouble”. Η πρώιμη παχυσαρκία, όπως και η ανορεξία και οι δυσκολίες σίτισης, μπορεί να κρύβουν πίσω τους σημαντικό άγχος στην ψυχή του παιδιού. Η αφορμή για τέτοιο άγχος μπορεί να είναι η γέννηση ενός νέου παιδιού, ο απότομος απογαλακτισμός, ο αποχωρισμός από τους γονείς, η ένταση στο σπίτι ή απλά η συστηματική μη ανταπόκριση στις ανάγκες του . Από την αρχή της ζωής μας η συμπεριφορά μας ως προς το φαγητό ταυτίζεται με την συμπεριφορά μας ως προς έναν άλλον άνθρωπο, έτσι που οι διάφορες διαταραχές στο φαγητό σχετίζονται με τις διαταραχές στη σχέση του παιδιού με τους άλλους ανθρώπους. Αν θέλει κανείς να περιγράψει ένα παιδί, μπορεί να παρατηρήσει τις στοματικές του ενασχολήσεις και συνήθειες: στήθος, φαγητό, μπιμπερό, πιπίλα.. Τότε θα βρει αμέσως στοιχεία για τον υγιή ή όχι συναισθηματικό του κόσμο.Πολλές φορές τα μικρά παιδιά έχουν ανάγκη να κάνουν ένα βήμα πίσω, να παλινδρομήσουν, να επιστρέψουν παροδικά σε βρεφικές συμπεριφορές. Η αδιάκοπη ωρίμανση προς τα εμπρός τα κουράζει, τα τρομάζει. Οι γονείς είναι καλό να κατανοούν αυτά τα διαστήματα «βρεφικής» συμπεριφοράς των παιδιών τους, να τα σέβονται, να τα παραβλέπουν, να μην συγκρούονται για αυτά με τα παιδιά τους. Συμπεριφορές παράξενες, εκκεντρικές, παράπονα για ανύπαρκτα συμπτώματα.. Τα μικρά μας κάποιες στιγμές έχουν την ανάγκη να μας χρησιμοποιούν με εξαρτημένο τρόπο. Επιζητούν την αγκαλιά και την αποδοχή μας πριν ορμήσουν και πάλι προς τον έξω κόσμο, πιο ανεξάρτητα. Θέλουν για λίγο να ανακουφιστούν, να κάτσουν στον πυθμένα, πριν πηδήξουν πάλι προς την κορυφή. Μέσα τους κουβαλούν όχι μόνο την ωριμότητα της συγκεκριμένης τους ηλικίας, αλλά και όλα τα επίπεδα ανωριμότητας που φτάνουν πολύ πίσω, μέχρι την πρωταρχική κατάσταση του μωρού. Τόσο εύκολα παλινδρομούν προς τα πίσω, όσο εύκολα εκτινάσσονται λίγο αργότερα και πάλι προς τα μπρος.
Οι ψυχαναλυτές γνωρίζουν πολύ καλά ότι στην ανάλυση των ψυχώσεων και των νευρώσεων ασθενών, στην παιδική τους ηλικία ανευρίσκονται οι στιγμές που μη ανεκτές ψυχολογικές συγκρούσεις οδήγησαν σε καταπίεση, σε διαταραχή της συναισθηματικής ανάπτυξης του ατόμου και τελικά σε μορφοποίηση συμπτωμάτων. Η μελέτη σχιζοφρενών ασθενών οποιασδήποτε ηλικίας γίνεται συχνά μελέτη της πρώιμης ανάπτυξης τους και του τρόπου που διαμόρφωσαν την σχέση τους με το περιβάλλον τους κατά τους πρώτους μήνες της ζωής.
Στα χρόνια από μηδέν έως πέντε θεμελιώνεται η ψυχική μας υγεία. Η ισχυρή σύνδεση με τους γονείς μας βάζει το θεμέλιο λίθο. Στα ίδια χρόνια βρίσκεται δυστυχώς ο πυρήνας των ψυχώσεων και των νευρώσεων. Σύμφωνα με τον Winnicott, η σχιζοφρένεια είναι ένα είδος νόσου περιβαλλοντικής ανεπάρκειας κατά τον πρώτο καιρό στην ανθρώπινη ύπαρξη. To κατάλληλο μέρος για να μελετήσει κανείς την σχιζοφρένεια και την μανιοκατάθλιψη είναι το βρεφικό δωμάτιο. Οι ψυχώσεις γεννιούνται κατά τη θεμελιώδη περίοδο της βρεφικής ηλικίας, ενώ οι νευρώσεις κατά το νηπιακό στάδιο.
Ποιος είναι τότε ο ρόλος του παιδιάτρου; Να υποστηρίζει τη μητέρα στο δύσκολο έργο της, χωρίς να παρεμβαίνει αναίτια. Να μην επιβάλλει, να μην εκφοβίζει τη μητέρα να κάνει αυτά που της λένε, πολλές φορές ερχόμενη σε αντίθεση με τα ένστικτά της. Εμείς οι παιδίατροι έχουμε στα χέρια μας ούτε λίγο ούτε πολύ την πρόληψη των ψυχικών ασθενειών, εκείνων που παρατηρούνται στα νοσοκομεία και στα ψυχιατρικά ιδρύματα, μόνο που οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε ιδέα για την κρισιμότητα του ρόλου μας. Κάποιοι μάλιστα συνεχίζουμε να δίνουμε απαρχαιωμένες οδηγίες σε γονείς μικρών παιδιών, δυσχεραίνοντας την ομαλή ψυχολογική ανάπτυξη των νέων ανθρώπων! Κάποιοι επίσης μένουμε στο σωματικό μέρος του πράγματος, δεν έχουμε χρόνο για τα ψιλά γράμματα της ψυχολογίας, βολευόμαστε νομίζοντας ότι οι οδηγίες μας δεν έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ψυχή του μικρού ανθρώπου που έχουμε μπροστά μας. Παραβλέππουμε ότι η προφύλαξη ενάντια στην ψύχωση ανήκει στην περιοχή ευθύνης μας.